Πρώτος και βασικός δωρητής της «Νικολοπουλείου Βιβλιοθήκης» είναι ο Κωνσταντίνος-Αγαθόφρων Νικολόπουλος. Ο πατέρας του Γεωργάκης Νικολόπουλος καταγόταν από την Ανδρίτσαινα και μετά από την αποτυχημένη επανάσταση του Ορλώφ έφυγε στη Σμύρνη φοβούμενος τα αντίποινα. Η μητέρα του Παναγιώτα Ματζουράνη καταγόταν από την Ανδρίτσαινα και ήταν μαία.
Ο Κων/νος Νικολόπουλος γεννήθηκε στη Σμύρνη to 1786. Αφού τελείωσε την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, σε ηλικία 18 ετών βρέθηκε στο Βουκουρέστι, όπου ζούσε ο ετεροθαλής αδελφός του κι εκεί σπούδασε δάσκαλος. Σε ηλικία 20 ετών (Οκτώβριος 1806) βρέθηκε στο Παρίσι και ζούσε για χρόνια από τη διδασκαλία ιδιαιτέρων μαθημάτων (δίδασκε ελληνική γλώσσα και φιλολογία). Υπήρξε καθηγητής της ελληνικής λογοτεχνίας στο “Αθήναιον” των Παρισίων και ενδεχόμενα δάσκαλος σε διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ταυτόχρονα, ασχολήθηκε με την ποίηση και τη μουσική, και ενώ ακόμα ζούσε, το όνομά του συμπεριλήφθηκε στην «Παγκόσμια Βιογραφία των Μουσικών». Ο Νικολόπουλος ιδιοφυής και εξαιρετικά φιλομαθής, θερμός πατριώτης, μανιώδης συλλέκτης του βιβλίου, γνώστης της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας, μιλούσε και έγραφε πολύ καλά επί πλέον τη Γαλλική, Γερμανική και Ιταλική γλώσσα. Έγινε μέλος της Ιονίου Ακαδημίας και της Φιλοτεχνικής Εταιρείας του Παρισιού, και διορίστηκε σε αξιόλογη θέση της Βιβλιοθήκης του Ινστιτούτου της Γαλλίας (υποβιβλιοθηκάριος). Υπήρξε μέλος της “Ελληνικής Εταιρείας” του Παρισιού, που ιδρύθηκε το 1828, και Γενικός Γραμματέας της για ένα διάστημα.
Ζώντας στο Παρίσι γίνεται τακτικός συνεργάτης του περιοδικού “Λόγιος Ερμής», όπου δημοσιεύει ποιήματα και άρθρα, και συνεργάτης διαφόρων Ευρωπαϊκών περιοδικών, τα οποία τροφοδοτεί με ειδήσεις, βιβλιοκρισίες και σχόλια. Εκδίδει το περιοδικό «Μέλισσα» με το Σπ. Κονδό και τα έργα του φίλου του λόγιου Ζαλίκη. Η “Μέλισσα” (1819-1821) εκδόθηκε μόνο σε 3 φυλλάδια, όμως αποτέλεσε σημαντικό εκδοτικό εγχείρημα χάρη στον επαναστατικό της προσανατολισμό. Δημοσιεύει άσματα και ωδές με χαρακτηριστικότερη την «Ωδήν προς το έαρ», αφιερωμένη στον Καποδίστρια. Από το 1819-1831 είναι ένας από τους συνεργάτες της Εγκυκλοπαιδικής Επιθεώρησης του Παρισιού, όπου γράφει άρθρα, μελέτες, κριτικές για τα εκδιδόμενα βιβλία, νεκρολογίες, σχόλια. Μετά την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα δημοσιεύει θούρια, ύμνους, παραινέσεις και εκκλήσεις προς τους αγωνιζόμενους Έλληνες και Φιλέλληνες. Σε όλα τα έργα του διακρίνεται ένας αγνός πατριωτισμός, ένα πάθος να δει την Ελλάδα ελεύθερη.
Στο Παρίσι απέκτησε σπουδαία Βιβλιοθήκη, φημισμένη τότε μεταξύ των καλύτερων ιδιωτικών Βιβλιοθηκών. Τη Βιβλιοθήκη του αποφάσισε να δωρίσει στη γενέτειρα του πατέρα του Ανδρίτσαινα, διαπνεόμενος από την πίστη ότι η μελέτη και η γνώση θα οδηγήσει την Ελλάδα σε ταχεία αναγέννηση. Την απόφασή του αυτή γνώρισε στο Δήμο Ανδρίτσαινας με Επιστολή του το 1838.
Ο Δήμος Ανδρίτσαινας δέχθηκε την πολύτιμη δωρεά του και έστειλε στο Παρίσι να παραλάβουν τα βιβλία το Χαράλαμπο Χριστόπουλο, Γραμματέα του Υπ. Εσωτερικών και τον Κων/νο Φαρμάκη – Ζαριφόπουλο, Δήμαρχο. Τα βιβλία μεταφέρθηκαν (μέσα σε 47 κιβώτια) το 1840 από το Παρίσι στο Ναύπλιο με πλοίο και από εκεί με ζώα στην Ανδρίτσαινα και τοποθετήθηκαν προσωρινά στην εκκλησία Αγία Βαρβάρα, κοντά στο Σχολείο.
Πέθανε στις 12 Ιουνίου 1841 στο Νοσοκομείο (Hotel Dieu), χωρίς κανένα συγγενή.
Το 1932 τα βιβλία του τοποθετήθηκαν οριστικά σε μία πτέρυγα του κτηρίου του Γυμνασίου μετά από πολλές ταλαιπωρίες. Είναι πολύτιμα και δυσεύρετα και χρονολογούνται από το 1500 και μετά (πρώτες εδόσεις της τυπογραφίας). Σε πολλά βιβλία υπάρχουν σημειώσεις, υπογραφές, αφιερώσεις διάσημων ανδρών (βιβλιόσημα, οικόσημα Δουκών, Βαρώνων κ.λ.π.). Επίσης η Βιβλιοθήκη του Νικολόπουλου είναι ενημερωμένη σε όλους τους κλάδους και επιστήμες της εποχής εκείνης ( Ιστορία, Γεωγραφία, Νομική, Ιατρική κ.λ.π.) και εμπεριέχει τους Έλληνες κλασικούς συγγραφείς σε πολλές εκδόσεις.
Το 2003, ο Πανελλήνιος Σύλλογος Φίλων Βιβλιοθήκης Ανδρίτσαινας, (Αθήνα-Fribourg) δώρισε τον εξοπλισμό των επίπλων για τη συλλογή «Νικολόπουλου» στη Βιβλιοθήκη μας.
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ Ε.Κ.Τ. ΒΙΒΛΙΩΝ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΚΩΝ/ΝΟΥ ΑΓΑΘΟΦΡΩΝΑ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΓΑΘΟΦΡΩΝΑ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
Ευγενέστατε Δήμαρχε της Ανδριτζαίνης,
Εντιμότατοι, σύμβουλοι της Δημαρχίας,
Και λοιποί πάντες Ανδριτζανίται,
Φίλοι και αδελφοί
Συμπατριώται μυριοπόθητοι !
Προ τριάκοντα ετών διατρίβων εν Παρισίοις ως φιλόμουσος, και αποβλέπων εις το κοινόν όφελος της Ελλάδος, και ιδιαιτέρως εις το της Ανδριτζαίνης, ένθα εγεννήθη ο αοίδιμος και ενάρετος πατήρ μου Χατζή-Γεωργάκης Νικολόπουλος Μισιρτζής, επίτροπος του Αγίου Τάφου, αποθανών προ πολλού υπέργηρως εν Σμύρνη, συνέστησα μετά πολλών πόνων, ταλαιπωριών και ιδρώτων Βιβλιοθήκην μεγάλην και αξιολογωτάτην κατά πάντα, έχων σκοπόν ίνα έλθω εις Ανδρίτζαιναν προς διάδοσιν των ολίγων φώτων, όσα εκτησάμην εν τη πεφωτισμένη Γαλλία, και τελειώσω πλησίον υμών, των αγαθών και φιλομαθών Αρκάδων ησύχως και ευδαιμόνως το επίλοιπον μέρος της ζωής μου. Επειδή δ? έμαθον εκ της φήμης ότι επιθυμείτε καταστήσαι μέγα και τακτικόν σχολείον εις φωτισμόν των υμετέρων τέκνων, εις αύξησιν και βελτίωσιν του υμετέρου εμπορίου, εις τελειοποίησιν της σωτηρίου γεωργικής τέχνης, εν ενί λόγω εις ευδαιμονίαν όλων των κατοίκων της Ανδριτζαίνης και της λοιπής Πελοποννήσου, μετά χαράς, φίλοι και αδελφοί, προσφέρω δώρον προς υμάς όλον τον πλούτον, ον μοι εδωρήσατο φιλανθρώπως ο παντοδύναμος θεός, δηλαδή όλην μου την Βιβλιοθήκην. Λέγω δε υμίν εν ταυτώ το του Αποστόλου «Αργύριον και Χρυσίον ουχ? υπάρχει μοι, ο δε έχω, τούτο υμίν δίδωμι». Όθεν πέμψατέ μοι όσον τάχος δύο άνδρας πιστοτάτους και επισήμους, Ανδριτζανίτας, προς ους εγώ ευθύς παραδώσω αδιστάκτως τον προσφερόμενον πλούτον, διότι αλλέως, εστιν αδύνατον. Εν τοσούτω δε φροντίσατε ίνα καταστήσητε τάχιστα τουλάχιστον κατά το παρόν, σχολείον ελληνικόν και αξιόλογον, όπερ αφ?ου συν θεώ έλθω εις Ανδρίτζαιναν κατά τον μέγα μου πόθον, κατασταθήσεται, ως ελπίζω, κοινή Ακαδημία δι?όλην την Πελοπόννησον.
Έρρωσθε, ευδαιμονούντες διηνεκώς, άνδρες φιλόκαλοι, φιλόμουσοι και φιλοπάτριδες.
Ο υμέτερος συμπατριώτης
Αγαθόφρων Νικολόπουλος
ά la Bibliotheque de l? Institut,ά Paris.
Eν Παρισίοις τη α΄του Ιουνίου αωλή Ν.
Επ. Γραφετέ μοι πάντοτε δια του εν Αθήναις φιλτάτου ανεψιού μου Κυρίου Χαραλάμπους Χριστοπούλου, Ανδριτζανίτου».